ον, gen. ονος,
A friendly to one's neighbours, Sammelb.6651 (written φῐλο-γίτων).
-ον, Α ο φιλικός προς τους γείτονές του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γείτων «γείτονας» (πρβλ. κακο-γείτων)].