φύξις

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

εως, ἡ, older and poet. form of φεῦξις,

   A = φυγή, Il.10.311, 447.    II refuge, escape, θανάτου Nic.Th.588.

German (Pape)

[Seite 1316] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt φεῦξις, – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.

Greek (Liddell-Scott)

φύξις: -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεῦξις (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = φυγή, Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, ἀποφυγή, ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fuite.
Étymologie: φεύγω.

English (Autenrieth)

(φεύγω): flight. (Il.)

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί
2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτιφύξις θανάτου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. τα σύνθ. με φυξι-, βλ. λ. φεύγω)].