ριζικό
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
Greek Monolingual
το / ῥιζικόν, ΝΜ
πεπρωμένο, μοίρα, τύχη (α. «ανάθεμα το ριζικό, ανάθεμα την ώρα», Ερωτόκρ.
β. «καὶ εἰ μὲν ἔλθῃ ῥιζικὸν τὸν πόλεμον κερδῄσει», Χρον. Μορ.)
νεοελλ.
1. μαθ. σύμβολο που υποδεικνύει την εξαγωγή ρίζας, το οποίο για την τετραγωνική ρίζα είναι √, για την κυβική 3√ και για την νιοστή ν√
2. γένος, καταγωγή, ρίζα («κόρη μ', 'πο πού είν
το γένος σου, 'πο πού είν' το ριζικό σου», δημ. τραγούδι)
3. (η γεν. ως επίρρ.) του ριζικού
στην τύχη («πολλοί κινούν του ριζικού», Ερωτόκρ.)
4. στον πληθ. τα ριζικά
το σύνολο τών ριζών ενός δέντρου
5. παροιμ. «κάλλιο λίγο ριζικό παρά περίσσεια γνώση» — λέγεται για να δηλώσει ότι οι τυχεροί άνθρωποι προκόβουν στη ζωή τους περισσότερο από τους ευφυείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ριζικός].