φωτοστέφανος
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (μετεωρ.) λαμπρή, φωτεινή επιφάνεια που περιβάλλει μια φωτεινή πηγή στην ατμόσφαιρα, όπως είναι ο Ήλιος και η Σελήνη, και προκαλείται όταν οι φωτεινές ακτίνες διέρχονται από ένα μέσον το οποίο περιέχει σωματίδια ποικίλων μεγεθών ή σταγονίδια μεγάλων διαστάσεων σε σύγκριση με το μήκος κύματος του φωτός
2. φωτεινός κύκλος που περιβάλλει τις κεφαλές του Χριστού, της Παναγίας και τών αγίων στις αγιογραφίες
2. μτφ. αίγλη, δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + στέφανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς. Ως όρος της μετεωρ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aureole].