χαλικοστρώνω

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
καλύπτω μια επιφάνεια με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + στρώνω. Το θηλ. της μτχ. χαλικοστρωμένη μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].