φωνασθενία

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και φωνασθένεια, η, Ν
ιατρ. λειτουργική διαταραχή της φωνής, που εκδηλώνεται με την εξασθένησή της, οφείλεται σε υπερκόπωση τών φωνητικών οργάνων και παρατηρείται κυρίως σε άτομα με επαγγελματική καταπόνηση της φωνής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonasthenia < φωνή + ασθένεια].