φωνασθενία
Greek Monolingual
και φωνασθένεια, η, Ν
ιατρ. λειτουργική διαταραχή της φωνής, που εκδηλώνεται με την εξασθένησή της, οφείλεται σε υπερκόπωση τών φωνητικών οργάνων και παρατηρείται κυρίως σε άτομα με επαγγελματική καταπόνηση της φωνής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonasthenia < φωνή + ασθένεια].