και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Νεπίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. -άδα (πρβλ. σκισμ-άδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. -ίδα (πρβλ. σταλαμ-ίδα)].