αρμογή

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

η (AM ἁρμογή)
1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα
2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωση
αρχ.
1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση)
2. μουσ. η αρμονία
3. «κώλων ἁρμογή» — η σύνδεση των προτάσεων.