χιτωνία

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ἡ,

   A dress, Melamp.Naev.p.508 Franz.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, Kleidung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῐτωνία: ἡ, ἔνδυμα, φόρεμα, Μελάμπους π. ἐλαιῶν τοῦ σώματος σ. 508, ἔκδ. Franz.

Greek Monolingual

ἡ, Α χιτών
1. Χιτώνη
2. είδος φορέματος.