χιλιάρικος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες
2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη
(για φιάλη) χιλιάρα
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -άρικος (πρβλ. πεντ-άρ-ικος)].