-η, -ο, Ν1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη(για φιάλη) χιλιάρα3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -άρικος (πρβλ. πεντ-άρ-ικος)].