χρησιμότητα

Revision as of 16:51, 6 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / χρησιμότης, -ητος, ΝΜΑ χρήσιμος
η ιδιότητα του χρήσιμου, του ωφέλιμου
νεοελλ.
φρ. α) «χρησιμότητα και αξία»
(οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπου
β) «οριακή χρησιμότητα».
βλ. οριακός.