οριακός

From LSJ

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό όριο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός
2. μτφ. κρίσιμος
3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα»
φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστό
β) «οριακό στρώμα»
φυσ. το λεπτό στρώμα ενός ρέοντος αερίου ή υγρού το οποίο βρίσκεται σε επαφή με μία στερεά επιφάνεια, όπως είναι λ.χ., η πτέρυγα ενός αεροπλάνου ή το εσωτερικό τοίχωμα ενός σωλήνα
γ) «οριακή χρησιμότητα»
(οικον.) η χρησιμότητα, η ωφέλεια που έχει για έναν καταναλωτή η τελευταία διαθέσιμη μονάδα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που έχει αγοράσει
δ) «οριακή πλειοψηφία» — πλειοψηφία εξαιρετικά ασθενής, με μία ή πολύ λίγες ψήφους πάνω από το όριο που προβλέπουν σε κάθε περίπτωση οι κανονισμοί
ε) «οριακή ανάλυση» — σύγχρονη μέθοδος οικονομικής έρευνας με βάση την αρχή ότι η αξία τών αγαθών δεν εξαρτάται από την ποσότητα της ενσωματωμένης σ' αυτά εργασίας, αλλά από την χρησιμότητα της τελευταίας διαθέσιμης μονάδας αυτών τών αγαθών.