Κρονιών, -ώνος, ὁ (Α)ονομασία μήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + κατάλ. -ιών, δηλωτική ονομασιών μηνών (πρβλ. Ελευθερ-ιών, Εππ-ιών)].