ἵππαιχμος, -ον (Α)αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ-αιχμος, σύν-αιχμος].