ίατρα

Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α)
1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία
2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].