ακάρεα

Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

τα (Α κάρεα) Ζωολ.
υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών σκορπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acarina < νεολατιν. acarus < ελλ. ακαρί καί άκαρι βλ. λ.].