αεριόφως

Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

(-ωτος), το
1. το φως που παράγεται από το φωταέριο
2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + φως
απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight].