αλλαχόθι

Revision as of 10:21, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἀλλαχόθι επίρρ. (Α)
σε άλλο τόπο, αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχόθεν) + επιρρ. κατάλ. -θι].