και μυγδάλα, η1. ο καρπός της αμυγδαλιάς2. το δέντρο αμυγδαλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμυγδάλη. Για τον μεταπλασμό της καταλήξεως πρβλ. ἀθερίνη: αθερίνα].