η (AM ἀντωνυμία)κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].