ἀρσενόθυμος, -ον (Α)αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)].