αὐλωπίας, ο (Α)είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπίας < ωπ (< ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)].