αστιγματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό
2. όποιος έχει την ιδιότητα του αστιγματικού
3. εκείνος που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερ. + στίγμα (-τος) + (κατάλ.) -ικος- πρβλ. αγγλ. astigmatic(al). Ο ελληνικός όρος αστιγματικός μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη].