ἀρτιπαγής, -ές (Α)1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].