ἀγυμνασία

Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ, (γυμνάζω)

   A want of exercise or training, Ar.Ra.1088, Arist.EN1114a24 ἀγυμν-αστία, ἡ, = foreg., Porph.Abst.1.35.

German (Pape)

[Seite 25] ἡ, Mangel an Uebung, Ungelenkigkeit, Ar. Ran. 1086; Arist. Nic. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγυμνασία: ἡ, ἔλλειψις γυμνάσεως. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1088. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d’exercice, oisiveté.
Étymologie: ἀγύμναστος.

Spanish (DGE)

(ἀγυμνᾰσία) -ας, ἡ
falta de ejercicio, de entrenamiento Ar.Ra.1088, Arist.EN 1114a24, Gal.5.72, D.C.65.10.2.

Greek Monotonic

ἀγυμνᾰσία: ἡ (γυμνάσιον), έλλειψη εκπαίδευσης, ανυπαρξία εκγύμνασης, σε Αριστοφ.