ἀήσυλος
English (LSJ)
A = αἴσυλος, wicked, ἔργα Il.5.876.
German (Pape)
[Seite 44] = αἴσυλος, Hom. einmal, Il. 5, 876.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήσῠλος: ἀντὶ αἴσυλος, = πονηρός, φαῦλος. Ἰλ. Ε. 876.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
criminel.
Étymologie: cf. αἴσυλος.
English (Autenrieth)
= αἴσυλος, Il. 5.876†.
Spanish (DGE)
(ἀήσῠλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
malvado ἔργα Il.5.876, cf. EMα 354, 360.
Greek Monotonic
ἀήσῠλος: αντί αἴσυλος, πονηρός, διεστραμμένος, φαύλος, σε Ομήρ. Ιλ.