ἁβρόγοος

Revision as of 17:15, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A wailing womanishly, A.Pers.541.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόγοος: -ον, = θρηνῶν ὡς γυνή. Αἰσχύλ. Πέρσ. 541.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui gémit comme une femme.
Étymologie: ἁβρός, γόος.

Spanish (DGE)

-ον
de tierno, refinado llanto Περσίδες A.Pers.541, cf. ἁβροπενθής.

Greek Monotonic

ἁβρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με θηλυπρέπεια, δηλ. σαν γυναίκα, σε Αισχύλ.