θηλυπρέπεια

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

η θηλυπρεπής
1. η γυναικεία συμπεριφορά, η συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα και όχι σε άντρα
2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα
3. δειλία, ατολμία, έλλειψη ανδρισμού.