ἀγλαώψ
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A bright-eyed, beaming, πεύκη S.OT214 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante (torche).
Étymologie: ἀγλαός, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ῶπος de espléndido aspecto πεύκη S.OT 214.
Greek Monotonic
ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.