ἀγλαώψ

Revision as of 17:15, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A bright-eyed, beaming, πεύκη S.OT214 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante (torche).
Étymologie: ἀγλαός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ῶπος de espléndido aspecto πεύκη S.OT 214.

Greek Monotonic

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.