αστραφτερός

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αστράφτει, που λαμποκοπάει
2. (για νερό) ο καθαρός, ο διαυγής.