αἴσθημα

Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of sensation, Arist. APo.99b37, Metaph.1010b32, Plot.4.3.25 and 29; τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13, etc.    II sense or perception of a thing, κακῶν E.IA1243.

Greek (Liddell-Scott)

αἴσθημα: -ατος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ ἀντίληψις ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. ἀντίληψιςκατανόησις πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sentiment (de qch).
Étymologie: αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 atisbo, percepción αἴσθημά τοι κἀν νηπίοις τῶν κακῶν ἐγγίγνεται E.IA 1243.
2 sensación, sensación concreta, sensación como contenido op. la esfera mental τὰ φαντάσματα ὥσπερ αἰσθήματά ἐστι πλὴν ἄνευ ὕλης Arist.de An.432a9, τὸ αὐτὸ τῶν αἰσθημάτων δεῖ τίθεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῶν νοημάτων Plot.4.3.25
op. τὰ αἰσθητά las cualidades sensibles Arist.Metaph.1010b32, 1063b4, ἐνούσης δ' αἰσθήσεως τοῖς μὲν τῶν ζῴων ἐγγίγνεται μονὴ τοῦ αἰσθήματος, τοῖς δ' οὐκ ἐγγίγνεται Arist.APo.99b37, en sent. despect. ο ἷς τὸ νο[εῖ] ν γέγονεν αἰσθ[ή] μασι μόνοις Phld.D.1.13.39.

Greek Monotonic

αἴσθημα: -ατος, τό, αντίληψη, κατανόηση ενός πράγματος· κακῶν, σε Ευρ.