αἱμοβαφής

Revision as of 17:30, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

-ές,

   A bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.

Spanish (DGE)

(αἱμοβᾰφής) -ές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
neutr. subst. Eust.1895.34.

Greek Monotonic

αἱμοβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.