ἀκτερέϊστος

Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A unhallowed by funeral rites, AP7.564.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτερέϊστος: -ον, ὁ μὴ λαχὼν κτερισμάτων, ὁ μὴ ταφεὶς μεγαλοπρεπῶς, ἢ ἁπλῶςἄθαπτος, Ἀνθ. Π. 7. 564.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha tenido honras fúnebres Λαοδίκη AP 7.564, νεβρός (ref. a Acteón), Nonn.D.5.430.
2 insepulto (δέμας) εἰ ἀ. ἕλωρ θήρεσσι γένοιτο Gr.Naz.M.37.1348.

Greek Monolingual

ἀκτερέιστος, -ον (Α) κτερεΐζω
ο ακτέριστος.

Greek Monotonic

ἀκτερέϊστος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.