ἀμφιστρόγγυλος
English (LSJ)
ον,
A quite round, Luc.Hipp.6.
German (Pape)
[Seite 144] ringsum rund, οἶκος, ein Saal entweder gewölbt od. auf beiden Seiten abgerundet, Luc. Hipp. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστρόγγυλος: -ον, ὁλοστρόγγυλος, Λουκ. Ἱππ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entièrement rond ou arrondi.
Étymologie: ἀμφί, στρογγυλός.
Spanish (DGE)
-ον
arq. elíptico o con dos ábsides οἶκος Luc.Hipp.6.
Greek Monolingual
ἀμφιστρόγγυλος, -ον (Α)
εντελώς στρογγυλός, ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στρογγυλός].
Greek Monotonic
ἀμφιστρόγγῠλος: -ον, ολοστρόγγυλος, σε Λουκ.