ὁλοστρόγγυλος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ὁλοστρόγγυλον, entirely round, Sch.Opp.H.2.370.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοστρόγγυλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλως στρογγύλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 370.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλοστρόγγυλος, -ον)
ο τελείως στρογγυλός, καταστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στρογγύλος.