ἀναθαρσέω

Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Att. ἀναθαρρέω,

   A regain courage, Ar.Eq.806, Th.6.63, 7.71; τινί at a thing, Id.6.31; πρὸς ἄλλην αὖθις πεῖραν Plu.Alex. 31.

German (Pape)

[Seite 188] -θαρσύνω, ion. u. älter att. für -θαῤῥέω, -θαῤῥύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθαρσέω: Ἀττ. -θαρρέω, ἀναλαμβάνω θάρρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Θουκ. 6. 63., 7. 71· τινὶ ὁ αὐτ. 6. 31· πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 31: - οὐσιαστ. ἀναθάρρησις, ἡ, ἀνάκτησις θάρρους, Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀναθαρρέω.

Greek Monotonic

ἀναθαρσέω: Αττ. -θαρρέω, μέλ. -ήσω, ανακτώ δύναμη, σε Αριστοφ., Θουκ.· τινί, σε κάτι, σε Θουκ.· πρός τι, σε Πλούτ.