πανταρκής
English (LSJ)
ές,
A all-powerful, βασιλεύς A.Pers.855 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 462] ές, Allen helfend, Aesch. Pers. 841; Hesych. erkl. πᾶσι βοηθός.
Greek (Liddell-Scott)
πανταρκής: -ές, πανίσχυρος, «ὁ πᾶσιν αὐταρκῶν» (Ἡσύχ.), βασιλεὺς Αἰσχύλ. Πέρσ. 855.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit à tous ; qui vient au secours de tous.
Étymologie: πᾶν, ἀρκέω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που κυριαρχεί σε όλους, πανίσχυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].