κισσοκόμης

Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A ivy-crowned, Διόνυσος h.Hom.26.1, cf. IG12(7).80 (Arcesine).

German (Pape)

[Seite 1442] epheugelockt, mit Epheu das Haar umwunden, Bacchus, H. h. Bacch. 1; Σάτυρος, Macedon. 26 (VI, 56).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόμης: -ου, ὁ, μὲ κισσὸν ἐστεμμένος, Διόνυσος Ὁμ. Ὕμν. 25. 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure de lierre, càd couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, κόμη.

Greek Monolingual

κισσοκόμης, ὁ (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνο-κόμης, χρυσο-κόμης.

Greek Monotonic

κισσοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), στεφανωμένος με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.