μεγαλαλκής

Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ές,

   A = μεγαλοσθενής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσθενής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλαλκής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην ἰσχύν, Παιὰν ἐν Πλουτ. Φλαμ. 16. κλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une grande force, d’une grande puissance.
Étymologie: μέγας, ἀλκή.

Greek Monolingual

μεγαλαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ-αλκής, παν-αλκής].

Greek Monotonic

μεγᾰλαλκής: -ές (ἀλκή), αυτός που είναι πολύ δυνατός, στον Πλούτ.