κυνοκοπέω

Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A beat like a dog, Id.Eq.289.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
battre comme on fait d’un chien.
Étymologie: κύων, κόπτω.

Greek Monotonic

κῠνοκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.