ἐγχέσπαλος

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, (πάλλω)

   A wielding the spear, Il.2.131, B.5.69, etc.

German (Pape)

[Seite 713] lanzenschwingend, Il. 2, 131 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχέσπᾰλος: (πάλλω) ὁ πάλλων τὸ ἔγχος, μαχητής, Ἰλ. Β. 131, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance la javeline.
Étymologie: ἔγχος, πάλλω.

Spanish (DGE)

(ἐγχέσπᾰλος) -ον

• Alolema(s): ἐγχεσίπ- Hsch.

• Prosodia: [-ῐ-]
que blande la lanza ἄνδρες Il.2.131, Πουλυδάμας Il.14.449, Ἄρης Il.15.605, Orac.Sib.12.100, B.5.69, Simm.14, Q.S.6.39, Nonn.D.35.331.

Greek Monolingual

ἐγχέσπαλος, ο (Α)
αυτός που πάλλει το έγχος, ο μαχητής.

Greek Monotonic

ἐγχέσπᾰλος: -ον (πάλλω), αυτός που χειρίζεται, πάλλει το δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.