κρόκεος

Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, (κρόκος)

   A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.

English (Slater)

κρόκεος
   1 saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232)

Greek Monolingual

κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.