προσονομάζω
English (LSJ)
A call by a name, θεοὺς π. σφεας ἀπὸ . .give them the name θεοί, Hdt.2.52; αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arist.Cael.270b22; νεὼν π. Διὸς Ὀλυμπίου LXX 2 Ma.6.2; ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Plu.Thes.36, cf. OGI56.22 (Canopus, iii B.C.), 90.39(Rosetta, ii B.C., both Pass.); Dor. ποτονομάζω, -άζοντας Ἀλκεσίππεια calling the games A., SIG631.5 (Delph., ii B.C.):—Aeol. Pass., εὐεργέταν προσονυμάσδεσθαι IGRom.4.1302.7 (Cyme, i B.C./i A.D.). 2 Pass., to be surnamed, Σαρᾶτος Ζωΐλου προσωνομασμένου Ἀμόϊτος POxy.1648.68 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 774] benennen; Plut. Thes. 36; D. L. 2, 85. 3, 50. 7, 135. 147.
Greek (Liddell-Scott)
προσονομάζω: καλῶ μέ τι ὄνομα, πρ. θεούς, δίδω εἰς αὐτοὺς τὸ ὄνομα θεοί, Ἡρόδ. 2. 52· αἰθέρα πρ. τὸν ἀνωτάτω τόπον Ἀριστ. Κατηγ. 1. 3, 13· ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Πλουτ. Θησ. ἐν τέλ.· - Αἰολ. παθ., προσονυμάσδεσθαι εὐεργέτας Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 8.
French (Bailly abrégé)
donner à qqn ou à qch le nom de, acc..
Étymologie: πρός, ὀνομάζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. καλώ κάποιον με ένα όνομα, τον ονοματίζω («αἰθέρα προσονομάζειν τὸν ἀνωτάτω τόπον», Αριστοτ.)
2. αποδίδω σε κάποιον πρόσθετο όνομα, του προσδίδω προσωνυμία, επονομάζω.
Greek Monotonic
προσονομάζω: μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ.