Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
και νοματίζω (Α ὀνοματίζω όνομα
νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω
2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω
3. καταγγέλλω ονομαστικά
αρχ.
1. φιλονικώ για τα ονόματα
2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος.