εἴσαντα

Revision as of 19:50, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 740] ep. auch ἔσαντα, entgegen, gegenüber; ἰδεῖν, genau ansehen, Od. 11, 143; ἰδέσθαι, 5, 217.

French (Bailly abrégé)

ou ἔσαντα (ἰδών);
en face (regardant).
Étymologie: εἰς, ἄντα.

Greek Monotonic

εἴσαντα: Επικ. ἔσ-αντα, επίρρ., ακριβώς απέναντι, ἔσ. ἰδεῖν, κοιτάζω καταπρόσωπα, κατάματα, σε Όμηρ.