καταπρόσωπα
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
Greek Monolingual
και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα)
επίρρ.
1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου
2. κατά μέτωπο, κατάμουτρα
νεοελλ.
με παρρησία
μσν.
1. εναντίον κάποιου
2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι
3. απέναντι από κάποιον ή κάτι
4. αναφορικά με κάποιον
5. φανερά, ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά πρόσωπον / πρόσωπα].