ἐπημύω

Revision as of 19:50, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A bend or bow down, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν (sc. τὸ λήϊον) Il.2.148, cf. Nic.Th.870, Opp.H.1.228, C.4.123. ἐπήν, v. ἐπεί.

German (Pape)

[Seite 920] sich senken, neigen, VLL. ἐπικατακλᾶν, ἐμπίπτειν; Nic. Th. 870; ἐπημύει δὲ κεραίη Opp. Hal. 1, 228 [wo υ, vgl. ἠμύω; Philostr. im. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημύω: κλίνω πρὸς τὰ κάτω, κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἠμύω.

French (Bailly abrégé)

se pencher.
Étymologie: ἐπί, ἠμύω.

Greek Monolingual

ἐπημύω (Α)
γέρνω, λυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»].

Greek Monotonic

ἐπημύω: [ῠ], λυγίζω ή κλίνω προς τα κάτω, γέρνω, λέγεται για χωράφι με στάρι, σε Ομήρ. Ιλ.