τριμμός

Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A beaten track, X.Cyn.3.7, 4.3, Ael.Fr.114, D.C.56.20.

Greek (Liddell-Scott)

τριμμός: ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ τρίβος, Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chemin fréquenté.
Étymologie: τρίβω.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρίβω
πολυσύχναστος δρόμος.

Greek Monotonic

τριμμός: ὁ (τρίβω), τετριμμένη οδός, σε Ξεν.