καταβασμός

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. καταβαθμός.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, = καταβαθμός, Aesch., s. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

καταβασμός: ὁ, ἴδε καταβαθμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
la descente, càd la Cataracte (au-dessus d’Éléphantine) en Égypte.
Étymologie: καταβαίνω.

Greek Monolingual

ο
καταβαθμός·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-βι-βασ-μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα-βι-βά-ζω].

Greek Monotonic

καταβασμός: ὁ, Αττ. αντί καταβαθμός.