ποτιφωνήεις

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εσσα, εν, Ep. for προσφ-, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσφωνήεις.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιφωνήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ προσφ-, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 456.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui adresse la parole à, qui s’adresse à, capable de s’adresser à.
Étymologie: épq. p. *προσφωνήεις, v. προσφωνέω.

English (Autenrieth)

see προσφωνήεις.
εσσα, εν: capable of addressing, endued with speech, Od. 9.456†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) προσφωνήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

ποτιφωνήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. αντί προσφωνήεις, σε Ομήρ. Οδ.